θεσπεσίως

θεσπεσίως
θεσπέσιος
divinely sounding
adverbial
θεσπέσιος
divinely sounding
masc acc pl (doric)
θεσπέσιος
divinely sounding
adverbial
θεσπέσιος
divinely sounding
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεσπέσιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Διακρίθηκε για τη χριστιανική δράση του. Κατέστρεψε ειδωλολατρικούς ναούς και βωμούς και γι’ αυτό φυλακίστηκε και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Αλεξάνδρου Σεβήρου. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”